οὔνει

οὔνει
οὖνον, οὔνει
Etymology: Acc. to Mayer Acme 14, 233ff. from Egypt. wny (cf. Copt. ου(ε)ινι) `run' (?).
See also: s. ἐριούνης.
Page in Frisk: 2,445

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… …   Dictionary of Greek

  • ούνης — οὔνης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

  • ούνιος — οὔνιος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὖνις, δρομεύς, κλέπτης». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

  • ούνον — οὖνον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑγιές. Κύπριοι δρόμον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούνει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”